- ξεφούρνισμα
- τό1) вынимание из печи; 2) перен. неожиданное представление, предъявление (претензий, требований)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεφούρνισμα — το, ατος 1. βγάλσιμο πράγματος από το φούρνο: Το ξεφούρνισμα του φαγητού αργεί ακόμα. 2. ξαφνική παρουσίαση απροσδόκητου πράγματος ή γεγονότος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεφούρνισμα — το [ξεφουρνίζω] 1. εξαγωγή από τον φούρνο 2. μτφ. αιφνίδια και απροσδόκητη παρουσίαση ενός πράγματος … Dictionary of Greek